- προσωπομετρία
- η, Νκλάδος τής ανθρωπομετρίας ο οποίος ασχολείται με τη μέτρηση τών διαστάσεων τού προσώπου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προσωπομετρικός — ή, ό, Ν [προσωπομετρία] 1. ο σχετικός με τη μέτρηση τού προσώπου 2. το θηλ. ως ουσ. η προσωπομετρική η προσωπομετρία … Dictionary of Greek
πρόσωπο — Μέρος της κεφαλής που βρίσκεται κάτω από το μπροστινό τμήμα του κρανίου. Ο σκελετός του αποτελείται από 6 ζυγά οστά (άνω γνάθος, ζυγωματικό οστό, δακρυϊκό οστό, ρινικό οστό, κάτω ρινική κόγχη, υπερώιον) και από δύο μονά (κάτω γνάθος και ύνις)· τα … Dictionary of Greek